πολυθεσία

πολυθεσία
η, Ν
η κατοχή περισσότερων τής μιας έμμισθων κυρίως θέσεων απασχόλησης στον δημόσιο και στον ιδιωτικό τομέα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + -θεσία (< -θέτης < τίθημι), πρβλ. νομο-θεσία].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • πολυ- — Α το, Ν άκλ. (βιοχ.) πολυριβονουκλεοτίδιο που αποτελείται εξ ολοκλήρου από αδενυλικά υπολείμματα. ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επιθ. πολύς και δηλώνει ότι το β συνθετικό γίνεται πολλές φορές,… …   Dictionary of Greek

  • πολυθεσίτης — ο, θηλ. πολυθεσίτισσα, Ν ο κάτοχος πολλών θέσεων στον δημόσιο και στον ιδιωτικό τομέα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυθεσία + κατάλ. ίτης*] …   Dictionary of Greek

  • δημόσιος λειτουργός — Κάθε πρόσωπο που συνεργάζεται συστηματικά για τη λειτουργία των δημόσιων υπηρεσιών, είτε είναι δημόσιος υπάλληλος είτε όχι, όπως, για παράδειγμα, οι στρατιώτες, οι ένορκοι, οι δικηγόροι, οι ιδιώτες μέλη επιτροπών, συμβουλίων, εθελοντές ή τιμητικά …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”